ριψοκινδυνεύω

ριψοκινδυνεύω
ριψοκινδυνεύω, ριψοκινδύνεψα και ριψοκινδύνευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ριψοκινδυνεύω — Ν [ριψοκίνδυνος] 1. είμαι ριψοκίνδυνος, εκτίθεμαι σε κίνδυνο άφοβα 2. εκθέτω σε κίνδυνο κάτι, διακυβεύω κάτι («ριψοκινδυνεύει τη ζωή του») …   Dictionary of Greek

  • ριψοκινδυνεύω — εψα 1. αμτβ., ρίχνομαι σε κίνδυνο, εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο: Ριψοκινδύνεψε πολύ στην περίσταση εκείνη. 2. μτβ., εκθέτω κάτι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω: Όχι και να ριψοκινδυνέψεις τη ζωή σου! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • συναποκινδυνεύω — Α ριψοκινδυνεύω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκινδυνεύω «ριψοκινδυνεύω»] …   Dictionary of Greek

  • αναρρίπτω — και χνω (AM ἀναρρίπτω) (Α ποιητ. ἀναρριπτέω) 1. ρίχνω κάτι προς τα επάνω 2. φρ. «ἀνερρίφθω ὁ κύβος» ας ληφθεί η απόφαση ας διακινδυνεύσουμε τα πάντα νεοελλ. 1. ρίχνω πέρα ή πίσω, ρίχνω για προφύλαξη αρχ. 1. εκτοξεύω 2. θέτω σε κίνηση, υποκινώ… …   Dictionary of Greek

  • αποκινδυνεύω — ἀποκινδυνεύω (Α) 1. επιχειρώ κάτι επικίνδυνο, ριψοκινδυνεύω 2. δεν συμμετέχω στον κίνδυνο άλλου 2. (παθ., ομαι) περιέρχομαι στον έσχατο κίνδυνο …   Dictionary of Greek

  • αποκυβεύω — ἀποκυβεύω (Α) ριψοκινδυνεύω κάτι …   Dictionary of Greek

  • βάνω — (Μ βάνω) 1. (για το βλέμμα) ρίχνω, στρέφω 2. (για κτήριο) χτίζω 3. (για ενδύματα και όπλα) φορώ 4. φρ. «βάνω στον νου μου», «βάνει ο λογισμός» κ.λπ. σκέπτομαι, θυμάμαι νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ρίχνω κάτω, καταβάλλω 2. ρίχνω, εκτοξεύω 3. ρίχνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • διακινδυνεύω — (AM διακινδυνεύω) 1. ριψοκινδυνεύω 2. εκθέτω κάτι σε κίνδυνο αρχ. επιχειρώ κάτι με κίνδυνο τής ζωής μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”